- ὑπέρδεινος
- ὑπέρδεινος, ον,A exceedingly alarming or dangerous,
τὸ πρᾶγμα εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη D.21.111
; very hard, Luc.Tim.13.2 very able,ῥήτωρ Poll.4.20
;ὑ. εἰπεῖν D.Chr.46.7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ πρᾶγμα εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη D.21.111
; very hard, Luc.Tim.13.ῥήτωρ Poll.4.20
;ὑ. εἰπεῖν D.Chr.46.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπέρδεινος — exceedingly alarming masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρδεινος — ον, Α 1. πολύ φοβερός 2. πάρα πολύ επικίνδυνος 3. πάρα πολύ επιδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δεινός «φοβερός, τρομερός»] … Dictionary of Greek
ὑπέρδεινον — ὑπέρδεινος exceedingly alarming masc/fem acc sg ὑπέρδεινος exceedingly alarming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρδεινα — ὑπέρδεινος exceedingly alarming neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… … Dictionary of Greek